ἱπποφορβός — horse keeper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποφορβόν — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem acc sg ἱπποφορβός horse keeper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποφορβοί — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποφορβούς — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποφορβῷ — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφορβός — βουφορβός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει βόδια 2. ως ουσ. βοσκός, βουκόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + φορβός < φέρβω «βόσκω, τρέφω». (πρβλ. ιπποφορβός, ονοφορβός, υοφορβός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποφορβία — ἱπποφορβία, ἡ (Α) [ιπποφορβός] ιπποτροφία … Dictionary of Greek
ιπποφορβεύς — ἱπποφορβεύς, έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, άδος (Α) ιπποφορβός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φορβεύς < φέρβω «τρέφω»] … Dictionary of Greek
ιπποφορβώ — ἱπποφορβῶ, έω (Α) [ιπποφορβός] διατηρώ ίππους, τρέφω ίππους … Dictionary of Greek