ιπποφορβός

ιπποφορβός
ἱπποφορβός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος
2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» — αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βου-φορβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἱπποφορβός — horse keeper masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποφορβόν — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem acc sg ἱπποφορβός horse keeper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποφορβοί — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποφορβούς — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποφορβῷ — ἱπποφορβός horse keeper masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουφορβός — βουφορβός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει βόδια 2. ως ουσ. βοσκός, βουκόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + φορβός < φέρβω «βόσκω, τρέφω». (πρβλ. ιπποφορβός, ονοφορβός, υοφορβός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποφορβία — ἱπποφορβία, ἡ (Α) [ιπποφορβός] ιπποτροφία …   Dictionary of Greek

  • ιπποφορβεύς — ἱπποφορβεύς, έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, άδος (Α) ιπποφορβός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φορβεύς < φέρβω «τρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • ιπποφορβώ — ἱπποφορβῶ, έω (Α) [ιπποφορβός] διατηρώ ίππους, τρέφω ίππους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”